λαχανοφυλλάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαχανοφυλλάδα οι λαχανοφυλλάδες
      γενική της λαχανοφυλλάδας των λαχανοφυλλάδων
    αιτιατική τη λαχανοφυλλάδα τις λαχανοφυλλάδες
     κλητική λαχανοφυλλάδα λαχανοφυλλάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαχανοφυλλάδα < λάχαν(ο) + -ο- + φυλλάδα, (μαρτυρείται από το 1868)

Προφορά

ΔΦΑ : /la.xa.no.fiˈla.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαχανοφυλλάδα

Ουσιαστικό

λαχανοφυλλάδα θηλυκό

  • (μειωτικό) εφημερίδα που δημοσιεύει ψευδές ειδήσεις

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.