φυλλάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυλλάδα οι φυλλάδες
      γενική της φυλλάδας των φυλλάδων
    αιτιατική τη φυλλάδα τις φυλλάδες
     κλητική φυλλάδα φυλλάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυλλάδα < φυλλάς-άδος < ο Φ. Κουκουλές το ετυμολογεί από την ροδοδάφνη ή φυλλάδα των μαθητών (δείτε πιο κάτω έναν από τους ορισμούς)

Ουσιαστικό

φυλλάδα θηλυκό

  1. εικονογραφημένα έντυπα παλαιότερης εποχής, με εκλαϊκευμένη θεματολογία (συνήθως λογοτεχνικά ή ιστορικά)
  2. ευτελή, μη έγκυρα έντυπα (εφημερίδες, περιοδικά), o κίτρινος τύπος, έντυπα με στόχο τον εντυπωσιασμό
  3. το πρώτο τετράδιο-βιβλίο των μαθητών στις αρχές του περασμένου αιώνα, στο οποίο αναγραφόταν το αλφάβητο και απλές πράξεις αριθμητικής
  4. η ροδοδάφνη ή αγριοδάφνη, ή η πικροδάφνη (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.