φυλλάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φυλλάδα | οι | φυλλάδες |
| γενική | της | φυλλάδας | των | φυλλάδων |
| αιτιατική | τη | φυλλάδα | τις | φυλλάδες |
| κλητική | φυλλάδα | φυλλάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φυλλάδα < φυλλάς-άδος < ο Φ. Κουκουλές το ετυμολογεί από την ροδοδάφνη ή φυλλάδα των μαθητών (δείτε πιο κάτω έναν από τους ορισμούς)
Ουσιαστικό
φυλλάδα θηλυκό
- εικονογραφημένα έντυπα παλαιότερης εποχής, με εκλαϊκευμένη θεματολογία (συνήθως λογοτεχνικά ή ιστορικά)
- ευτελή, μη έγκυρα έντυπα (εφημερίδες, περιοδικά), o κίτρινος τύπος, έντυπα με στόχο τον εντυπωσιασμό
- το πρώτο τετράδιο-βιβλίο των μαθητών στις αρχές του περασμένου αιώνα, στο οποίο αναγραφόταν το αλφάβητο και απλές πράξεις αριθμητικής
- η ροδοδάφνη ή αγριοδάφνη, ή η πικροδάφνη (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.