λαχαναγορά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαχαναγορά οι λαχαναγορές
      γενική της λαχαναγοράς των λαχαναγορών
    αιτιατική τη λαχαναγορά τις λαχαναγορές
     κλητική λαχαναγορά λαχαναγορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαχαναγορά < λάχανο + αγορά

Ουσιαστικό

λαχαναγορά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.