λαοθάλασσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαοθάλασσα | οι | λαοθάλασσες |
| γενική | της | λαοθάλασσας | των | λαοθαλασσών |
| αιτιατική | τη | λαοθάλασσα | τις | λαοθάλασσες |
| κλητική | λαοθάλασσα | λαοθάλασσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λαοθάλασσα θηλυκό
- πολύ μεγάλο πλήθος ανθρώπων σε δημόσιο χώρο
- λαοθάλασσα στη συγκέντρωση του (τάδε) κόμματος
Μεταφράσεις
λαοθάλασσα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.