λαθρομετανάστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαθρομετανάστρια | οι | λαθρομετανάστριες |
| γενική | της | λαθρομετανάστριας | των | λαθρομεταναστριών |
| αιτιατική | τη | λαθρομετανάστρια | τις | λαθρομετανάστριες |
| κλητική | λαθρομετανάστρια | λαθρομετανάστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαθρομετανάστρια < λαθρομετανάστης + -τρια < λαθρο- + μετανάστρια
Μεταφράσεις
λαθρομετανάστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.