λαθροδιακινητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λαθροδιακινητής | οι | λαθροδιακινητές |
| γενική | του | λαθροδιακινητή | των | λαθροδιακινητών |
| αιτιατική | τον | λαθροδιακινητή | τους | λαθροδιακινητές |
| κλητική | λαθροδιακινητή | λαθροδιακινητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαθροδιακινητής < λαθρο- + διακινητής
Προφορά
- ΔΦΑ : /la.θɾo.ði̯a.ci.niˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐θρο‐δι‐α‐κι‐νη‐τής
Ουσιαστικό
λαθροδιακινητής αρσενικό
- (νεολογισμός) άτομο που διενεργεί λαθροδιακίνηση
- ※ Στη σύλληψη δύο αλλοδαπών λαθροδιακινητών, οι οποίοι επιχείρησαν να μεταφέρουν οδικώς και σιδηροδρομικώς στην Αθήνα έξι λαθρομετανάστες, μεταξύ των οποίων τρεις ανήλικοι, προχώρησαν χθες το βράδυ αστυνομικοί της Διεύθυνσης Αλλοδαπών Θεσσαλονίκης. (Εξάρθρωση κυκλώματος αλλοδαπών λαθροδιακινητών στη Θεσσαλονίκη, Η Καθημερινή, 14 Ιουλίου 2012)
Μεταφράσεις
λαθροδιακινητής
|
|
Πηγές
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.