λαθροδιακινητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λαθροδιακινητής οι λαθροδιακινητές
      γενική του λαθροδιακινητή των λαθροδιακινητών
    αιτιατική τον λαθροδιακινητή τους λαθροδιακινητές
     κλητική λαθροδιακινητή λαθροδιακινητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαθροδιακινητής < λαθρο- + διακινητής

Προφορά

ΔΦΑ : /la.θɾo.ði̯a.ci.niˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαθροδιακινητής

Ουσιαστικό

λαθροδιακινητής αρσενικό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 11068027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.