λάξευμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λάξευμα | τα | λαξεύματα |
| γενική | του | λαξεύματος | των | λαξευμάτων |
| αιτιατική | το | λάξευμα | τα | λαξεύματα |
| κλητική | λάξευμα | λαξεύματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λάξευμα < (ελληνιστική κοινή)
Ουσιαστικό
λάξευμα ουδέτερο
- η ενέργεια του λαξεύω, η λάξευση
- O ήχος από το λάξευμα των μαρμάρων θα σας φέρει κοντά σε μία μικρή κυψέλη γλυπτικής (από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 10 Ιουνίου 2004)
- το αποτέλεσμα του λαξεύω, κοιλότητα ή άλλο ορατό σημάδι σε πέτρα ή βράχο που έγινε με λάξευση
- Aπό τα κτίρια ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα ημιυπόγειο κτίσμα σε λάξευμα βράχου που διατηρεί τρία επάλληλα πλακόστρωτα (Γιώτα Συκκά, Πολιτισμός 10.000 ετών, Mεσολιθικός οικισμός και νεκροταφείο στην Kύθνο – Eντυπωσιακά ευρήματα στη Mύκονο, από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 24 Απριλίου 2004)
Μεταφράσεις
λάξευμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.