κύλικας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κύλικας οι κύλικες
      γενική του κύλικα των κυλίκων
    αιτιατική τον κύλικα τους κύλικες
     κλητική κύλικα κύλικες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κύλικας, Ελλάδα, 3ος αιώνας π.Χ., Cleveland Museum of Art

Ετυμολογία

κύλικας < κύλικα < αρχαία ελληνική κύλιξ

Ουσιαστικό

κύλικας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.