κόλλιξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κολῑκ-
ονομαστική κόλλιξ οἱ κόλλικες
      γενική τοῦ κόλλικος τῶν κολλίκων
      δοτική τῷ κόλλικ τοῖς κόλλιξ(ν)
    αιτιατική τὸν κόλλικ τοὺς κόλλικᾰς
     κλητική ! κόλλιξ κόλλικες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόλλικε
γεν-δοτ τοῖν  κολλίκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κόλλιξ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κόλλιξ, -ικος αρσενικό

  • είδος ψωμιού σε στρογγυλό σχήμα από αλεύρι χοντροαλεσμένο
      2ος/3ος κε αιώνας Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 7.67, 304b @scaife.perseus.
    κατέφαγε δὴ τὸν κλῆρον ὥστε χρὴ σκάπτειν
    πέτρας τ’ ὀρείας σῦκα μέτρια τρώγων
    καὶ κρίθινον κόλλικα, δούλιον χόρτον.
  • (ιατρική) χάπι
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ τῶν ἐντὸς παθῶν, (De affectionibus interioribus), κεφ. 23, p. 226 @scaife.perseus
    εἶτα πλάσαι κόλλικας ἑξήκοντα, καὶ καθ’ ἑκάστης ἡμέρης τρίβων ἕνα διεῖναι οἴνου μέλανος ἡμικοτυλίῳ, αὐστηροῦ ὡς ἡδίστου· εἶτα διδόναι νήστει πιεῖν.
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Ἐπιδημίαι, (Epidemiarum), κεφ. 2.6.29, @scaife.perseus
    Ὥστε ἔχειν γυναῖκα ἐν γαστρί· πωλύπια ὑπὲρ φλογὸς ὀπτῶντα, ὡς θερμότατα καὶ πλεῖστα ἡμίφλεκτα διδόναι τρώγειν, καὶ τρίψαντα λίτρον αἰγύπτιον καὶ κορίανον καὶ κύμινον, κόλλικας ποιεῦντα, προστιθέναι τῷ αἰδοίῳ.
     συνώνυμα: τροχίσκος

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.