κωλοφωτιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κωλοφωτιά | οι | κωλοφωτιές |
| γενική | της | κωλοφωτιάς | των | κωλοφωτιών |
| αιτιατική | την | κωλοφωτιά | τις | κωλοφωτιές |
| κλητική | κωλοφωτιά | κωλοφωτιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κωλοφωτιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κωλοφωτία με συνίζηση. Συγχρονικά αναλύεται σε κωλο- + φωτιά
Ουσιαστικό
κωλοφωτιά θηλυκό
- (έντομο, οικείο) η πυγολαμπίδα
- ↪ το σούρουπο ο κήπος λαμπυρίζει από τις κωλοφωτιές
Μεταφράσεις
κωλοφωτιά
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.