κωλονούρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κωλονούρι | τα | κωλονούρια |
| γενική | του | κωλονουριού | των | κωλονουριών |
| αιτιατική | το | κωλονούρι | τα | κωλονούρια |
| κλητική | κωλονούρι | κωλονούρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.loˈnu.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κω‐λο‐νού‐ρι
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
|
|
Πηγές
- Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 271.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.