κωλοκούκουρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κωλοκούκουρο | τα | κωλοκούκουρα |
| γενική | του | κωλοκούκουρου | των | κωλοκούκουρων |
| αιτιατική | το | κωλοκούκουρο | τα | κωλοκούκουρα |
| κλητική | κωλοκούκουρο | κωλοκούκουρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κωλοκούκουρο < μεσαιωνική ελληνική κωλοκούκουρον (< κώλος + κούκουρον)
Συνώνυμα
- → δείτε τις λέξεις κώλος και κούκουρο
Μεταφράσεις
κωλοκούκουρο
|
|
Πηγές
- κωλοκούκουρον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- Θεολόγος Βοσταντζόγλου (²1962), Αντιλεξικόν ή ονομαστικόν της νεοελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Ιδιωτική έκδοση, σελ. 271.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.