κωδωνισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κωδωνισμός | οι | κωδωνισμοί |
| γενική | του | κωδωνισμού | των | κωδωνισμών |
| αιτιατική | τον | κωδωνισμό | τους | κωδωνισμούς |
| κλητική | κωδωνισμέ | κωδωνισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
κωδωνισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.