κωδεΐνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κωδεΐνη οι κωδεΐνες
      γενική της κωδεΐνης των κωδεϊνών
    αιτιατική την κωδεΐνη τις κωδεΐνες
     κλητική κωδεΐνη κωδεΐνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κωδεΐνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κωδεΐνη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.