εὐρυπρωκτία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | εὐρυπρωκτίᾱ | αἱ | εὐρυπρωκτίαι |
| γενική | τῆς | εὐρυπρωκτίᾱς | τῶν | εὐρυπρωκτιῶν |
| δοτική | τῇ | εὐρυπρωκτίᾳ | ταῖς | εὐρυπρωκτίαις |
| αιτιατική | τὴν | εὐρυπρωκτίᾱν | τὰς | εὐρυπρωκτίᾱς |
| κλητική ὦ! | εὐρυπρωκτίᾱ | εὐρυπρωκτίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐρυπρωκτίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | εὐρυπρωκτίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εὐρυπρωκτία < εὐρύπρωκτ(ος) + -ία < (εὐρύς) εὐρυ- + πρωκτός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
εὐρυπρωκτία θηλυκό
- η ιδιότητα του να έχει κανείς ευρύ πρωκτό, του να είναι εὐρύπρωκτος, λόγω συχνής πρωκτικής επαφής
- ※ οὐδ᾽ ἐξομόρξεται Πρέπις τὴν εὐρυπρωκτίαν σοι
- → λείπει η μετάφραση
- (Αριστοφάνης, Αχαρνείς, 843)
- λαγνεία
- (σπάνιο) ξύλο στο οποίο έδεναν πόρνες για τιμωρία[1]
Αναφορές
- Άνθιμος Γαζής (1839). Λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης επίτομον. Β΄. Αθήνα: Εκ της Τυπογραφίας του εκδότου Κωνσταντίνου Γκαρπολά. σελ. 261-262. Στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη.
Πηγές
- εὐρυπρωκτία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐρυπρωκτία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.