κυράτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυράτσα | οι | κυράτσες |
| γενική | της | κυράτσας | — | |
| αιτιατική | την | κυράτσα | τις | κυράτσες |
| κλητική | κυράτσα | κυράτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυράτσα < μεσαιωνική ελληνική κυράτσα < κυρά < αρχαία ελληνική κυρία, θηλυκό του κύριος
Ουσιαστικό
κυράτσα θηλυκό
- (μειωτικό) γυναίκα που μιμείται αναποτελεσματικά τους τρόπους γυναικών ανώτερης κοινωνικής τάξης
- (κατ’ επέκταση) κουτσομπόλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.