κυράτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυράτσα οι κυράτσες
      γενική της κυράτσας
    αιτιατική την κυράτσα τις κυράτσες
     κλητική κυράτσα κυράτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυράτσα < μεσαιωνική ελληνική κυράτσα < κυρά < αρχαία ελληνική κυρία, θηλυκό του κύριος

Ουσιαστικό

κυράτσα θηλυκό

  1. (μειωτικό) γυναίκα που μιμείται αναποτελεσματικά τους τρόπους γυναικών ανώτερης κοινωνικής τάξης
  2. (κατ’ επέκταση) κουτσομπόλα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.