κυνικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυνικότητα | οι | κυνικότητες |
| γενική | της | κυνικότητας | των | κυνικοτήτων |
| αιτιατική | την | κυνικότητα | τις | κυνικότητες |
| κλητική | κυνικότητα | κυνικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
κυνικότητα
|
→ δείτε τη λέξη κυνισμός |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.