κυματομηχανική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυματομηχανική | οι | κυματομηχανικές |
| γενική | της | κυματομηχανικής | των | κυματομηχανικών |
| αιτιατική | την | κυματομηχανική | τις | κυματομηχανικές |
| κλητική | κυματομηχανική | κυματομηχανικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυματομηχανική < κύμα + -ο- + μηχανική (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική wave mechanics)
Ουσιαστικό
κυματομηχανική θηλυκό
- (φυσική) η θεωρία ότι τα υποατομικά σωματίδια έχουν τα χαρακτηριστικά τόσο των κυμάτων όσο και των σωματιδίων
Μεταφράσεις
κυματομηχανική
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.