κυβερνοάμυνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κυβερνοάμυνα | οι | κυβερνοάμυνες |
| γενική | της | κυβερνοάμυνας | των | κυβερνοαμυνών |
| αιτιατική | την | κυβερνοάμυνα | τις | κυβερνοάμυνες |
| κλητική | κυβερνοάμυνα | κυβερνοάμυνες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυβερνοάμυνα < κυβερνο- + άμυνα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική cyberdefense)
Ουσιαστικό
κυβερνοάμυνα θηλυκό
- (νεολογισμός) (διαδίκτυο) η άμυνα σε κυβερνοεπιθέσεις
- ※ Η ΕΕ εντείνει όλο και περισσότερο τη συνεργασία στον τομέα της κυβερνοάμυνας, προκειμένου να ενισχύσει τις σχετικές της ικανότητες. Στην τελευταία του σύνοδο, στις 18 Οκτωβρίου 2018, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ζήτησε να ληφθούν μέτρα για να ενισχυθεί η κυβερνοασφάλεια στην ΕΕ. Οι ηγέτες της ΕΕ αναφέρθηκαν ειδικότερα σε περιοριστικά μέτρα ικανά για την αντιμετώπιση και την αποτροπή κυβερνοεπιθέσεων. (https://www.consilium.europa.eu)
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.