κτηνιατρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κτηνιατρικός η κτηνιατρική το κτηνιατρικό
      γενική του κτηνιατρικού της κτηνιατρικής του κτηνιατρικού
    αιτιατική τον κτηνιατρικό την κτηνιατρική το κτηνιατρικό
     κλητική κτηνιατρικέ κτηνιατρική κτηνιατρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κτηνιατρικοί οι κτηνιατρικές τα κτηνιατρικά
      γενική των κτηνιατρικών των κτηνιατρικών των κτηνιατρικών
    αιτιατική τους κτηνιατρικούς τις κτηνιατρικές τα κτηνιατρικά
     κλητική κτηνιατρικοί κτηνιατρικές κτηνιατρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κτηνιατρικός < κτηνίατρος

Επίθετο

κτηνιατρικός

  • που αναφέρεται στον κτηνίατρο και την επιστήμη του


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.