κτηματογραφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κτηματογραφικός η κτηματογραφική το κτηματογραφικό
      γενική του κτηματογραφικού της κτηματογραφικής του κτηματογραφικού
    αιτιατική τον κτηματογραφικό την κτηματογραφική το κτηματογραφικό
     κλητική κτηματογραφικέ κτηματογραφική κτηματογραφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κτηματογραφικοί οι κτηματογραφικές τα κτηματογραφικά
      γενική των κτηματογραφικών των κτηματογραφικών των κτηματογραφικών
    αιτιατική τους κτηματογραφικούς τις κτηματογραφικές τα κτηματογραφικά
     κλητική κτηματογραφικοί κτηματογραφικές κτηματογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κτηματογραφικός < κτηματογράφηση + -ικός

Επίθετο

κτηματογραφικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.