κτηματαγορά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κτηματαγορά οι κτηματαγορές
      γενική της κτηματαγοράς των κτηματαγορών
    αιτιατική την κτηματαγορά τις κτηματαγορές
     κλητική κτηματαγορά κτηματαγορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κτηματαγορά < κτήμα + αγορά

Προφορά

ΔΦΑ : /kti.ma.ta.ɣoˈɾa/

Ουσιαστικό

κτηματαγορά θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.