κρουαζιέρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κρουαζιέρα | οι | κρουαζιέρες |
| γενική | της | κρουαζιέρας | — | |
| αιτιατική | την | κρουαζιέρα | τις | κρουαζιέρες |
| κλητική | κρουαζιέρα | κρουαζιέρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρουαζιέρα < (λόγιο δάνειο) γαλλική croisière + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾu.aˈzʝe.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρου‐α‐ζιέ‐ρα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.