κροταλισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κροταλισμός οι κροταλισμοί
      γενική του κροταλισμού των κροταλισμών
    αιτιατική τον κροταλισμό τους κροταλισμούς
     κλητική κροταλισμέ κροταλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κροταλισμός < ελληνιστική κοινή κροταλισμός < αρχαία ελληνική κροταλίζω

Ουσιαστικό

κροταλισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.