κροκοσυλλέκτρια
Νέα ελληνικά (el)

Η τοιχογραφία με τις κροκοσυλλέκτριες από τη Σαντορίνη
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κροκοσυλλέκτρια | οι | κροκοσυλλέκτριες |
| γενική | της | κροκοσυλλέκτριας | των | κροκοσυλλεκτριών |
| αιτιατική | την | κροκοσυλλέκτρια | τις | κροκοσυλλέκτριες |
| κλητική | κροκοσυλλέκτρια | κροκοσυλλέκτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κροκοσυλλέκτρια < κροκοσυλλέκτης + -τρια
Ουσιαστικό
κροκοσυλλέκτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) αυτή που μαζεύει άνθη κρόκων
- Η υπέροχη παράσταση της νηοπομπής, ένα ζωγραφικό έργο μήκους 4 μέτρων που κοσμούσε ιδιωτική κατοικία, η μεγάλη τοιχογραφική σύνθεση των κροκοσυλλεκτριών, έργο που είχε φτιαχτεί για δημόσιο κτήριο του οικισμού, και η αναπαράσταση της τελετουργικής διαδικασίας μύησης στην οποία παρουσιάζονται νέοι, είναι μερικά μόνο από τα δείγματα του μεγάλου έργου της αποκατάστασης που έχει επιτελέσει το εργαστήριο που λειτουργεί στον αρχαιολογικό χώρο του Ακρωτηρίου. (*)
Μεταφράσεις
κροκοσυλλέκτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.