κροκοσυλλέκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κροκοσυλλέκτης | οι | κροκοσυλλέκτες |
| γενική | του | κροκοσυλλέκτη | των | κροκοσυλλεκτών |
| αιτιατική | τον | κροκοσυλλέκτη | τους | κροκοσυλλέκτες |
| κλητική | κροκοσυλλέκτη | κροκοσυλλέκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κροκοσυλλέκτης αρσενικό (θηλυκό: κροκοσυλλέκτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που μαζεύει άνθη κρόκων
Συγγενικά
- κροκοσυλλέκτρια
- → δείτε τις λέξεις κρόκος, συλλέγω και λέγω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.