κριτικάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κριτικάρισμα | τα | κριτικαρίσματα |
| γενική | του | κριτικαρίσματος | των | κριτικαρισμάτων |
| αιτιατική | το | κριτικάρισμα | τα | κριτικαρίσματα |
| κλητική | κριτικάρισμα | κριτικαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
κριτικάρισμα
|
|
- κριτικάρισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.