κριτικάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κριτικάρισμα τα κριτικαρίσματα
      γενική του κριτικαρίσματος των κριτικαρισμάτων
    αιτιατική το κριτικάρισμα τα κριτικαρίσματα
     κλητική κριτικάρισμα κριτικαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κριτικάρισμα < κριτικάρω + -ισμα < ιταλική criticare[1]

Ουσιαστικό

κριτικάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.