κρισιμότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κρισιμότητα | οι | κρισιμότητες |
| γενική | της | κρισιμότητας | των | κρισιμοτήτων |
| αιτιατική | την | κρισιμότητα | τις | κρισιμότητες |
| κλητική | κρισιμότητα | κρισιμότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρισιμότητα < κρίσιμ(ος) + -ότητα < καθαρεύουσα κρισιμότης[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾi.siˈmo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρι‐σι‐μό‐τη‐τα
Μεταφράσεις
κρισιμότητα
|
|
Αναφορές
- κρισιμότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.