κρισιμότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρισιμότητα οι κρισιμότητες
      γενική της κρισιμότητας των κρισιμοτήτων
    αιτιατική την κρισιμότητα τις κρισιμότητες
     κλητική κρισιμότητα κρισιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρισιμότητα < κρίσιμ(ος) + -ότητα < καθαρεύουσα κρισιμότης[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾi.siˈmo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρισιμότητα

Ουσιαστικό

κρισιμότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.