κρισιακός

(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρισιακός η κρισιακή το κρισιακό
      γενική του κρισιακού της κρισιακής του κρισιακού
    αιτιατική τον κρισιακό την κρισιακή το κρισιακό
     κλητική κρισιακέ κρισιακή κρισιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρισιακοί οι κρισιακές τα κρισιακά
      γενική των κρισιακών των κρισιακών των κρισιακών
    αιτιατική τους κρισιακούς τις κρισιακές τα κρισιακά
     κλητική κρισιακοί κρισιακές κρισιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κρισιακός < κρίσ(η) + -ιακός

Επίθετο

κρισιακός, -ή, -ό

  • (νεολογισμός) που έχει σχέση με την κρίση ή αναφέρεται σ’ αυτή
    χρειάζεται παράθεμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.