κρινοδάχτυλο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρινοδάχτυλο τα κρινοδάχτυλα
      γενική του κρινοδάχτυλου των κρινοδάχτυλων
    αιτιατική το κρινοδάχτυλο τα κρινοδάχτυλα
     κλητική κρινοδάχτυλο κρινοδάχτυλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρινοδάχτυλο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κρινοδάχτυλος

Ουσιαστικό

κρινοδάχτυλο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.