κρινοδάχτυλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κρινοδάχτυλος | η | κρινοδάχτυλη | το | κρινοδάχτυλο |
| γενική | του | κρινοδάχτυλου | της | κρινοδάχτυλης | του | κρινοδάχτυλου |
| αιτιατική | τον | κρινοδάχτυλο | την | κρινοδάχτυλη | το | κρινοδάχτυλο |
| κλητική | κρινοδάχτυλε | κρινοδάχτυλη | κρινοδάχτυλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κρινοδάχτυλοι | οι | κρινοδάχτυλες | τα | κρινοδάχτυλα |
| γενική | των | κρινοδάχτυλων | των | κρινοδάχτυλων | των | κρινοδάχτυλων |
| αιτιατική | τους | κρινοδάχτυλους | τις | κρινοδάχτυλες | τα | κρινοδάχτυλα |
| κλητική | κρινοδάχτυλοι | κρινοδάχτυλες | κρινοδάχτυλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɾi.noˈða.xti.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρι‐νο‐δά‐χτυ‐λος
Επίθετο
κρινοδάχτυλος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό) που έχει δάχτυλα λευκά, λεπτά και μακριά, σαν κρίνο
- ※ Διονύσιος Σολωμός, Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν (1823), στίχ. 85 (83-86)
- Στὴ σκιὰ χεροπιασμένες,
στὴ σκιὰ βλέπω κι ἐγὼ
κρινοδάχτυλες παρθένες
ὀποῦ κάνουνε χορό.
Συγγενικά
- κρινοδάχτυλο (ουδέτερο)
- → δείτε τις λέξεις κρίνος και δάχτυλο
Μεταφράσεις
κρινοδάχτυλος
|
|
Πηγές
- κρινοδάχτυλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.