κραταιότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κραταιότητα | οι | κραταιότητες |
| γενική | της | κραταιότητας | των | κραταιοτήτων |
| αιτιατική | την | κραταιότητα | τις | κραταιότητες |
| κλητική | κραταιότητα | κραταιότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κραταιότητα < ελληνιστική κοινή κραταιότης < αρχαία ελληνική κραταιός
Μεταφράσεις
κραταιότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.