κρασάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κρασάς | οι | κρασάδες |
| γενική | του | κρασά | των | κρασάδων |
| αιτιατική | τον | κρασά | τους | κρασάδες |
| κλητική | κρασά | κρασάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κρασάς αρσενικό (θηλυκό κρασού)
- (επάγγελμα) αυτός που παράγει ή εμπορεύεται κρασί
- (κατ’ επέκταση) μπεκρής
Μεταφράσεις
κρασάς
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.