κρακεράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρακεράκι τα κρακεράκια
      γενική
    αιτιατική το κρακεράκι τα κρακεράκια
     κλητική κρακεράκι κρακεράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρακεράκι < κράκερ + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾa.ceˈɾa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρακεράκι

Ουσιαστικό

κρακεράκι ουδέτερο

  • (τρόφιμο) κράκερ σε μικρό μέγεθος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.