κρίνων

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkri.non/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρίνων

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κρίνων αρσενικό ή ουδέτερο

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του κρίνος
  2. (ουδέτερο) γενική πληθυντικού του κρίνο



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
κρῑνοντ-
ονομαστική κρίνων κρίνουσ τὸ κρῖνον
      γενική τοῦ κρίνοντος τῆς κρινούσης τοῦ κρίνοντος
      δοτική τῷ κρίνοντ τῇ κρινούσ τῷ κρίνοντ
    αιτιατική τὸν κρίνοντ τὴν κρίνουσᾰν τὸ κρῖνον
     κλητική ! κρίνων κρίνουσ κρῖνον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κρίνοντες αἱ κρίνουσαι τὰ κρίνοντ
      γενική τῶν κρινόντων τῶν κρινουσῶν τῶν κρινόντων
      δοτική τοῖς κρίνουσῐ(ν) ταῖς κρινούσαις τοῖς κρίνουσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς κρίνοντᾰς τὰς κρινούσᾱς τὰ κρίνοντ
     κλητική ! κρίνοντες κρίνουσαι κρίνοντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κρίνοντε τὼ κρινούσ τὼ κρίνοντε
      γεν-δοτ τοῖν κρινόντοιν τοῖν κρινούσαιν τοῖν κρινόντοιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «λύων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

κρίνων, κρίνουσα, κρῖνον

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.