κρίνον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ετερόκλιτο: 2η & 3η κλίση
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ενικός: κρῐνο- πληθυντικός: κρῐνεσ-
Ενικός, 2η κλίση Πληθυντικός, 3η κλίση
(υποθετικό, το *κρίνος, κρινεσ-)
ονομαστική τὸ κρίνον τὰ κρίνε
      γενική τοῦ κρίνου τῶν κρινέων
      δοτική τῷ κρίν τοῖς κρίνεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κρίνον τὰ κρίνε
     κλητική ! κρίνον κρίνε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρίνω
γεν-δοτ τοῖν  κρίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρίνον < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

κρίνον ουδέτερο (ῐ) (ετερόκλιτο) διαφορετική η προσωδία στο κρῖνον

  1. (φυτό) κρίνο, λείριο
  2. (ελληνιστική σημασία)
    1. (χορός) είδος χορού
    2. (γαστρονομία) είδος ψωμιού
    3. (αρχιτεκτονική) είδος αρχιτεκτονικού στολιδιού

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

κρίνον αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.