κρίνον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ετερόκλιτο: 2η & 3η κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ενικός: κρῐνο- πληθυντικός: κρῐνεσ- | ||||||||
| Ενικός, 2η κλίση | Πληθυντικός, 3η κλίση (υποθετικό, το *κρίνος, κρινεσ-) | |||||||
| ονομαστική | τὸ | κρίνον | τὰ | κρίνεᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | κρίνου | τῶν | κρινέων | ||||
| δοτική | τῷ | κρίνῳ | τοῖς | κρίνεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸ | κρίνον | τὰ | κρίνεᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | κρίνον | κρίνεᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρίνω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | κρίνοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κρίνον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κρίνον ουδέτερο (ῐ) (ετερόκλιτο) διαφορετική η προσωδία στο κρῖνον
- (φυτό) κρίνο, λείριο
- (ελληνιστική σημασία)
Πηγές
- κρίνον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κρίνον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.