κράς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         ενικός     πληθυντικός     πληθυντικός  
αρσενικό ουδέτερο αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική κράς (& ἡ κράς) τὸ κρᾶτα οἱ τὰ κρᾶτα
& κρᾱ́ᾰτ
      γενική τοῦ κρᾱτός
& κρᾱ́ᾰτος
τῶν κρᾱ́των
      δοτική τῷ κρᾱτῐ́
& κρᾱ́ᾰτ
τοῖς κρᾱσῐ́ν
& κρᾱ́τεσφι
    αιτιατική τὸν κρᾶτ
& κρᾱ́ᾰτ
τὸ κρᾶτα τοὺς κρᾶτας
     κλητική !
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ 
γεν-δοτ τοῖν 
Τύποι, όπως στα κείμενα. Τα θέματα κραατ-, στον Όμηρο.
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'ανώμαλα' όπως «ανώμαλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

κράς αρσενικό (επίσης ως θηλυκό ή ουδέτερο κρᾶτα σε ορισμένες πτώσεις)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.