κρᾶτα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | ενικός | πληθυντικός | πληθυντικός | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| αρσενικό | ουδέτερο | αρσενικό | ουδέτερο | |||||
| ονομαστική | ὁ | κράς (& ἡ κράς) | τὸ | κρᾶτα | οἱ | — | τὰ | κρᾶτα & κρᾱ́ᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | κρᾱτός & κρᾱ́ᾰτος |
τῶν | κρᾱ́των | ||||
| δοτική | τῷ | κρᾱτῐ́ & κρᾱ́ᾰτῐ |
τοῖς | κρᾱσῐ́ν & κρᾱ́τεσφι |
||||
| αιτιατική | τὸν | κρᾶτᾰ & κρᾱ́ᾰτᾰ |
τὸ | κρᾶτα | τοὺς | κρᾶτας | ||
| κλητική ὦ! | — | — | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | — | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | — | ||||||
| Τύποι, όπως στα κείμενα. Τα θέματα κραατ-, στον Όμηρο. | ||||||||
| ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'ανώμαλα' όπως «ανώμαλα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
κρᾶτα αρσενικό
- αιτιατική ενικού του κράς
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 759
- στέφει δὲ κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις
- στεφάνι βάζει μυρτιάς στην κεφαλή,
- Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
- στέφει δὲ κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 759
Πηγές
- κρᾶτα, κράς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.