κούμουλον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κούμουλον τὰ κούμουλ
      γενική τοῦ κουμούλου τῶν κουμούλων
      δοτική τῷ κουμούλ τοῖς κουμούλοις
    αιτιατική τὸ κούμουλον τὰ κούμουλ
     κλητική ! κούμουλον κούμουλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κουμούλω
γεν-δοτ τοῖν  κουμούλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κούμουλον < λατινική cumulus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ku-m-olo < *ḱewh₁- (φουσκώνω, διογκώνω) (πβ. αρχαία ελληνική κῦμα)

Ουσιαστικό

κούμουλον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.