κουφόνοια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κουφόνοια | οι | κουφόνοιες |
| γενική | της | κουφόνοιας | των | κουφονοιών |
| αιτιατική | την | κουφόνοια | τις | κουφόνοιες |
| κλητική | κουφόνοια | κουφόνοιες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουφόνοια < ελληνιστική κοινή κουφόνοια < αρχαία ελληνική κουφόνους
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κουφόνοια
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.