κουφό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουφό τα κουφά
      γενική του κουφού των κουφών
    αιτιατική το κουφό τα κουφά
     κλητική κουφό κουφά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουφό < ουδέτερο του κουφός

Ουσιαστικό

κουφό ουδέτερο

κάτσε να σου πω ένα κουφό
μου είπε ένα κουφό

Συγγενικά

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κουφό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.