κουρεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κουρεῖον | τὰ | κουρεῖᾰ |
| γενική | τοῦ | κουρείου | τῶν | κουρείων |
| δοτική | τῷ | κουρείῳ | τοῖς | κουρείοις |
| αιτιατική | τὸ | κουρεῖον | τὰ | κουρεῖᾰ |
| κλητική ὦ! | κουρεῖον | κουρεῖᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κουρείω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κουρείοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουρεῖον ήδη τον 5ο αιώνα πκε στον Αριστοφάνη < κουρ(ά) ή κουρ(εύς) + -εῖον
Ουσιαστικό
κουρεῖον, -ου ουδέτερο
- κουρείο, μπαρμπέρικο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 338 (337-339)
- καίτοι λόγος γ᾽ ἦν νὴ τὸν Ἡρακλέα πολὺς | ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων, | ὡς ἐξαπίνης ἁνὴρ γεγένηται πλούσιος.
- Κι ωστόσο στα μπαρμπέρικα | πολλή κουβέντα, μά τον Ηρακλέα, | γινότανε, πως ξάφνου παραπλούτηνε.
- Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
- καίτοι λόγος γ᾽ ἦν νὴ τὸν Ἡρακλέα πολὺς | ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων, | ὡς ἐξαπίνης ἁνὴρ γεγένηται πλούσιος.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ὄρνιθες, στίχ. 1441 (1439-1441)
- οὐκ ἀκήκοας, | ὅταν λέγωσιν οἱ πατέρες ἑκάστοτε | τὸ μειράκιον ἐν τοῖσι κουρείοις ταδί;
- Μα ναι. Οι πατέρες στα κουρεία| δεν ακούς πώς μιλούν για τα παιδιά τους;
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- οὐκ ἀκήκοας, | ὅταν λέγωσιν οἱ πατέρες ἑκάστοτε | τὸ μειράκιον ἐν τοῖσι κουρείοις ταδί;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας, Λυσίας, Ὑπὲρ τοῦ ἀδυνάτου, 24.20
- ἕκαστος γὰρ ὑμῶν εἴθισται προσφοιτᾶν ὁ μὲν πρὸς μυροπώλιον, ὁ δὲ πρὸς κουρεῖον, ὁ δὲ πρὸς σκυτοτομεῖον, ὁ δ᾽ ὅποι ἂν τύχῃ,
- Γιατί καθένας από σας συνηθίζει να συχνάζει άλλος σε αρωματοπωλείο, άλλος σε κουρείο, άλλος σε δερματουργείο, άλλος όπου τύχει.
- Μετάφραση: Θ. Κ. Στεφανόπουλος, @greek‑language.gr
- ἕκαστος γὰρ ὑμῶν εἴθισται προσφοιτᾶν ὁ μὲν πρὸς μυροπώλιον, ὁ δὲ πρὸς κουρεῖον, ὁ δὲ πρὸς σκυτοτομεῖον, ὁ δ᾽ ὅποι ἂν τύχῃ,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 338 (337-339)
Συγγενικά
- κούρευμα
- κουρεύομαι
- κουρεύς
- κουρεύσιμος
- κουρευτής
- κουρευτικός
- κουρεῶτις
- κουρήσιμος
- κούριμος
- στα αρχαία ελληνικά: κούρειον
- στα λατινικά: tonstrina
Πηγές
- κουρεῖον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κουρεῖον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.