αρλούμπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρλούμπα | οι | αρλούμπες |
| γενική | της | αρλούμπας | — | |
| αιτιατική | την | αρλούμπα | τις | αρλούμπες |
| κλητική | αρλούμπα | αρλούμπες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aɾˈlum.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐λού‐μπα
Ουσιαστικό
αρλούμπα θηλυκό
- (συνήθως στον πληθυντικό) ανοησία, κουταμάρα, οποιαδήποτε πράξη, κατασκευή ή ακόμα και λόγος που στερείται κάποιας αξίας ή είναι κενό ουσίας
- ωχ, ο Νίκος ήπιε πολύ και άρχισε πάλι τις αρλούμπες
Αναφορές
- αρλούμπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.