κονικλοτροφείο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κονικλοτροφείο | τα | κονικλοτροφεία |
| γενική | του | κονικλοτροφείου | των | κονικλοτροφείων |
| αιτιατική | το | κονικλοτροφείο | τα | κονικλοτροφεία |
| κλητική | κονικλοτροφείο | κονικλοτροφεία | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κονικλοτροφείο < κόνικλ(ος) + -ο- + -τροφείο
Συγγενικά
- κονικλοτροφία
- κονικλοτρόφος
- → δείτε τις λέξεις κουνέλι και τρέφω
Μεταφράσεις
κονικλοτροφείο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.