κουλουροπώλης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κουλουροπώλης | οι | κουλουροπώλες |
| γενική | του | κουλουροπώλη | των | κουλουροπωλών |
| αιτιατική | τον | κουλουροπώλη | τους | κουλουροπώλες |
| κλητική | κουλουροπώλη | κουλουροπώλες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουλουροπώλης < κουλούρ(ι) + -ο- + -πώλης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.lu.ɾoˈpo.lis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐λου‐ρο‐πώ‐λης
Ουσιαστικό
κουλουροπώλης αρσενικό
- (επάγγελμα) ο κουλουράς
- ※ Ενας λούστρος, ένας κουλουροπώλης σε κάθε έξοδο, θυμίζουν τον παλιό Πειραιά που ζει θαλερός γύρω από τον σταθμό.
- Στον σταθμό του Πειραιά, ένα προ-ολυμπιακό πρωινό…, Η Καθημερινή, 22 Ιουλίου 2004
- ※ Δεν φαντάζομαι ότι υπήρξε ποτέ περίπτωση, όπου γης, κατά την οποία επιχειρηματίας να διέθεσε χρήματα χωρίς να αποβλέπει στο κέρδος, είτε αυτός είναι βιομήχανος είτε κουλουροπώλης.
- Π. Κοκκόρης, Εχασαν οι οικονομικές έννοιες τη σημασία τους;, Το Βήμα, 25 Νοεμβρίου 2008
- ※ Ενας λούστρος, ένας κουλουροπώλης σε κάθε έξοδο, θυμίζουν τον παλιό Πειραιά που ζει θαλερός γύρω από τον σταθμό.
Μεταφράσεις
κουλουροπώλης
|
→ δείτε τη λέξη κουλουράς |
Πηγές
- κουλουροπώλης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.