κουκλοθέατρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουκλοθέατρο τα κουκλοθέατρα
      γενική του κουκλοθέατρου των κουκλοθέατρων
    αιτιατική το κουκλοθέατρο τα κουκλοθέατρα
     κλητική κουκλοθέατρο κουκλοθέατρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
παράσταση κουκλοθέατρου

Ετυμολογία

κουκλοθέατρο < κούκλ(α) + -ο- + θέατρο

Προφορά

ΔΦΑ : /ku.kloˈθe.a.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουκλοθέατρο

Ουσιαστικό

κουκλοθέατρο ουδέτερο

  1. θέατρο με κούκλες ή μαριονέτες ως πρωταγωνιστές
  2. (συνεκδοχικά) παράσταση με κούκλες ή μαριονέτες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.