κοσμοπολίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοσμοπολίτισσα | οι | κοσμοπολίτισσες |
| γενική | της | κοσμοπολίτισσας | των | κοσμοπολιτισσών |
| αιτιατική | την | κοσμοπολίτισσα | τις | κοσμοπολίτισσες |
| κλητική | κοσμοπολίτισσα | κοσμοπολίτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοσμοπολίτισσα < κοσμοπολίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Μεταφράσεις
κοσμοπολίτισσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.