κορούδα

Κυπριακά (el-cyp)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορούδα οι κορούδες
      γενική της κορούδας
    αιτιατική την κορούδα τις κορούδες
     κλητική κορούδα κορούδες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κορούδα < κόρη + -ούδα

Ουσιαστικό

κορούδα θηλυκό

  • κορίτσι, νεαρή γυναίκα
      Γέννησεν και η αδερφή μου η Ρεβέκα και μας έκαμεν δίδυμα μιάν κορούδαν και έναν αγοράκιν (Τα γράμματα, Μια ιστορική αναδρομή του Χριστόδουλου N. Πενταρά, 13-4-1956 )
      Ήμουν κορούδα πέντε-έξι χρονών περίπου, όταν ήλθε ο πατέρας μου από τον πόλεμο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.