κονιάκ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κονιάκ < (λόγιο δάνειο) γαλλική cognac < Cognac, πόλη της Γαλλίας

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈɲak/
κονιάκ σερβιρισμένο σε ειδικό ποτήρι

Ουσιαστικό

κονιάκ ουδέτερο άκλιτο

  1. (ποτό) ποικιλία μπράντι· οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται σε συγκεκριμένη περιοχή της Γαλλίας, γύρω από την πόλη Κονιάκ, με διπλή απόσταξη κρασιού και, στη συνέχεια, παλαιώνει σε δρύινα βαρέλια
  2. (καταχρηστικά) το μπράντι οποιασδήποτε περιοχής ή μάρκας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.