cognac
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
cognac
< coignac < eau de vie de Coignac <
Cognac
, πόλη της
Γαλλίας
Προφορά
ΔΦΑ
: /
kɔ.ɲak
/
ⓘ
Ουσιαστικό
κονιάκ
σερβιρισμένο σε ειδικό
cognac
(fr)
ποτήρι
cognac
(fr)
αρσενικό
(
πληθυντικός
:
cognacs
)
το
κονιάκ
verre à
cognac
: ποτήρι του κονιάκ (με ίσιο πάτο)
το ποτήρι από
κονιάκ
nous avons bu quelques
cognacs
: ήπιαμε μερικά ποτήρια κονιάκ
Επίθετο
cognac
(fr)
το χρώμα του κονιάκ
une robe
cognac
: ένα φόρεμα χρώματος κονιάκ
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.